- ἀστυγειτονικός
- ἀστῠ-γειτονικός, ή, όν,A of or with neighbours,
πόλεμος Plu.2.87e
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πόλεμος Plu.2.87e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αστυγειτονικός — ἀστυγειτονικός, ή, όν (Α) [αστυγείτων] ο σχετικός με τους αστυγείτονες … Dictionary of Greek
ἀστυγειτονικοῖς — ἀστυγειτονικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)